σκιαγμός

σκιαγμός
ο, Ν
βλ. σκιασμός (II).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκιασμός — (I) ὁ, ΜΑ [σκιάζω (Ι)] το σκίασμα αρχ. 1. εμφάνιση φαντάσματος 2. κηλίδα, στίγμα που εμφανίζεται μπροστά στα μάτια. (II) και σκιαγμός, ο, Ν [σκιάζω (II)] σκιάσμα, σκιάξιμο («που οχ το σκιασμό όλος ο λαός τ αμμάτια ντως κινούνε», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”